- δρυφάκτωμα
- δρυφάκτ-ωμα, ατος, τό,A enclosure, Str.13.4.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δρυφάκτωμα — ( ατός), το (Α) τόπος περιφραγμένος με δρύφακτο … Dictionary of Greek
δρυφάκτωμα — enclosure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)